Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

Και εσύ χαμογελάς σαν μικρόνους

Είναι αυτή η εποχή.

Σα να πέφτεις από ψηλά. 
Σα να τρέχεις μακριά.
Και εσύ χαμογελάς σα μικρόνους 

Είναι αυτή η εποχή.
Που όλα είναι άοσμα
και όλα είναι μικρά  
και άδεια. 
Αλλά εσύ δεν το ξέρεις ακόμα.

Και οι όμορφοι στίχοι σου είναι πλαστικοί. 
Και είναι μόνο μια επίφαση.
Όχι για να αγαπήσεις τις λέξεις . 
Όχι για να αγαπήσεις τους ανθρώπους.
 Όχι για να αγαπήσεις τα χείλη της,
 το δέρμα του, 
τα μαλλιά της, 
τη γλώσσα του και
 τα δάχτυλα των χεριών του.
Είναι η επίφαση της ανάγκης σου.

Για τον Οποιονδήποτε.

Και το όμορφο ποίημα σου είναι μόνο η λεζάντα 
για να ντύσεις φωτογραφίες με βυζιά
και εξώφυλλα από επικά βιβλία που δεν θα διαβάσεις ποτέ και 
πιάτα με ευθυγραμμισμένες πρωτεΐνες.
Ειναι η μόνη σάρκα που γεύεσαι πια.'

Ζωή χωρίς απόγνωση ερωτική. Χωρίς το Αγάπα με, και το Σώσε με, ή έστω σκότωσέ με.
Ένας στίχος για την καύλα, και την συγχώρεση του Οποιουδήποτε.
Όχι για να τραφεις.
Μα για να καταναλώσεις.

Και εσύ χαμογελάς σα μικρόνους 
Και  δεν το ξέρεις 

ακόμα,

πως

αυτός

 που

δεν μπορεί

να

πεθάνει

 για τον Έναν,  


.....
είναι ανάπηρος.


......................................................................................................................................

(Συγχώρα μας.

....Αγάπη)







Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Αστρόσκονη


Το αγόρι με την αστρόσκονη.

Στα μάτια.
Από παλιά.
Θέλω να μου θυμίσεις,
που φάνταζα μέλισσα σε φορτωμένο κήπο.
Θελω να σε τραβήξω.
Κοντά.
Από το ήλιο, στο χώμα.
Και δίπλα μου.
Ξάπλωσε.
Από παλιά,
να γύρω πάνω σου,
να ξεκουραστώ.

Το αγόρι με την αστρόσκονη.
Στα μάτια.
Από παλιά.
Θέλω από εμένα να τραφείς.
Να με γευτείς.
                                                                        
Να με φέρεις.
Να αφεθώ.
Να χαθώ.
Από παλιά.
Να γιατρευτώ.
 Απ` την αστρόσκονή σου.

Σάββατο, 20 Μαρτίου 2010 στις 1:18 π.μ.

εγώ

Τόσες εικόνες νέες..
Κάνει κρύο απόψε, νομίζω..
ή μήπως ζέστη;
Τα κόκαλα μεγαλώνουν τα νιώθω, τα κοκαλα φθείρονται.
Όλα γίνονται νέα ή
μηπως όλα γυρνάνε στα παλιά;

Πρόσωπα παντού..καινούρια χείλη.
Τόσες προσδοκίες, ελπίζω,
μα δεν αγγίζω πουθενά.
Οι ανθρωποι αλλάζουν, οι άνθρωποι φεύγουν.
Γίνομαι νεο κρασί.
Μα δε μεθάω πια.

Είναι η παλιά εικόνα.
Να βλέπω τον εαυτό μου από ψηλά.
Σε ένα σταθμό.
Να περιμένει.

Τελικά μου λείπεις.
(Οχι εσύ, αλλά η ιδέα σου).

Ελένη
2010

ΕΓΩ


Άρρωστοι πόθοι, απελπισία, φόβος με πλημμυρίζουν από εχθές.
Νοσταλγία, νεύρα, πλήξη.
Λες να φταίει η άνοιξη;

Χιλιάδες λευκοί άγγελοι, χιλιάδες αντίο,
αγιάτρευτη φαντασία, κανένα σ ` αγαπώ.
Και η ζωή κυλά περίφημα...

Χαμηλώστε τα φώτα, μου πονάει η ψυχή.
Βάλτε στάχτη στο κρασί μου, δυναμώστε τη διαβολεμένη μουσική
και ελάτε να καθίσετε  μαζί μου.

Υστερία.
Θυμός.

Παράξενο αρχίζω να ξεκουράζομαι

Ελένη
1990 (ημερολόγιο)


Ερωτικό



Του κάνω κακό.
Ανακατεύω με τα χέρια τα μαλλιά του
Και με τη γλώσσα στο στόμα του, ψάχνω να αγγίξω τον λοβό της ψυχής .
Θέλω να τον βλάψω.
Του κάνω κακό.
Είναι κάτι που δεν ορίζω..


Το πουλόβερ



Σαν ποιητής και σαν πατέρας.
Όταν όλα καταρρέουν.

(Έχω εσένα).

Έβγαλε το πουλόβερ με αργές κινήσεις.
Ροζ μωβ με λεπτή πλέξη.
Το δίπλωσε προσεκτικά  και
το άφησε πάνω στο παλιό μπαούλο.

Γέλασα φωναχτά: "-Μα τι δουλειά έχω εγώ με έναν άντρα που διπλώνει έτσι γυναικεία τα ρούχα του;"

Είπε κάτι με αμηχανία..
Μετά από λίγο με αγκάλιασε και κάλυψε το κορμί μου με την ίδια προσοχή που δίπλωσε το πουλόβερ.

Και εκείνοι οι δύο φοβισμένοι και αμφίθυμοι μήνες του χειμώνα συνεχίζονται ακόμα και τώρα που είναι άνοιξη.
Και η αγάπη του είναι η Παράφορη αγάπη ενός ποιητή και η σταθερή φροντίδα ενός Πατέρα.


(Φεβ.2013)


Το ultramarine πάπλωμα


Κάτω από το σκουρόχρωμο πάπλωμα, άγγιζα με το πρόσωπο το χνούδι που έχεις στους μηρούς. Μύριζα τον ιδρώτα και μούδιαζα από τις αρχέγονες φερομόνες σου.

Και εκεί έμεινα, αν και σε ήθελα ξανά.
Έπρεπε να γράψεις.Και εγώ χωρίς να μπορώ να κάνω αλλιώς, κρύφτηκα κάτω από το  ζεστό ύφασμα και σε έκανα να νομίζεις πως είχα κοιμηθεί.

Που και που, με χάιδευες και κάθε μου αντίσταση χανόταν σταδιακά στους ήχους από το πληκτρολόγιο που είχες αγκαλιά,στους κραδασμούς των δαχτύλων σου και στις ανάσες ικανοποίησης που έκανες όταν (μάλλον)τελείωνες τις παραγράφους.


Μέσα στο εμβρυακό σκοτάδι μου γινόμουν ένα κομμάτι αυτής της μουσικής και η ανάσα μου κρατούσε μια αδύναμη πέμπτη στα κρεσέντο των άλαλων  λέξεών σου. 
Χωρίς το έλεός σου είχα καταλήξει να είμαι ένα μικρό παθητικό ημιτόνιο  μέσα στα πολλά αρπίσματα .

  Όλη αυτή η ένταση της δημιουργίας(σου) με έκανε κάπως ευτυχισμένη και ήταν κάπως σα να είμαστε μαζί.
Αναπόφευκτα νανουρίστηκα. 


Δημοσιεύτηκε 

Ο Βραζιλιάνος


Κυριακή μεσημέρι- Απρίλιος 7.

      Αν και  είναι ένα μόνο χρόνο μικρότερος, μου ειχε φανεί στην αρχή σαν ένα άχρωμο αγόρι. Μετά, πήρε το μικρό ukelele του και από το τηλέφωνο μου  έπαιξε το Just like heaven.
       Λίγες μέρες αργότερα βγήκαμε ξανά. Ήταν νομίζω Κυριακή μεσημέρι. Φάγαμε φθηνό τηγανιτό τυρί και μανιτάρια και ήπιαμε χύμα κρασί σε ενα φοιτητικό στέκι στον Κεραμεικό. Ήταν μια από τις πρώτες μέρες της άνοιξης.
        Καθώς του μίλαγα, τον κοίταζα με τη μαγική μου δύναμη μέσα στα μάτια για να γεμίσει εικόνες από την υπέροχη ζωή μου, έτσι ακριβώς όπως ενα θηλυκό πουλί  θα άνοιγε τα φτερά του στην εποχή του ζευγαρώματος. Όλη την ώρα εκείνος κατέβαζε το κεφάλι και στο τέλος μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί και εξαφανίστηκε πάνω στη μηχανή του

Τον επιθυμούσα. Από την πρώτη στιγμή. Και γι` αυτό θύμωσα που δεν με “είδε”.

Την επόμενη περίοδο, πότε εγώ, πότε εκείνος, πλησιάζαμε και πότε φεύγαμε. 
Με πάθος. 
Φοβισμένοι.

Τελικά, μετά την πρώτη φορά που ξαπλώσαμε μαζί, εκείνος εξαφανίστηκε στ` αλήθεια.
Αισθάνθηκα το πένθος.
Της επιθυμίας μου και εκείνη την αθροιστική θλίψη από όλα τα κορμιά που δεν έμειναν.

Αποσύρθηκα.

Όμως, μέρες μετά επέστρεψε ζεστός. Και πρόθυμος να με “δει”.

        Βρεθήκαμε ξημερώματα και εγώ κάπως μεθυσμένη στο μικρό του ρετιρέ να ψάχνουμε τα φώτα της Ακρόπολης. Παράξενο είπε. Ηταν το πρώτο βράδυ που τα φώτα της δεν άναβαν.

         Έβγαλα τα μποτάκια μου και μισοξάπλωσα στον μαύρο δερμάτινο καναπέ του. Κάθισε στο πάτωμα με την πλάτη μπροστά μου και άρχισε να παίζει τα αγαπημένα του τραγούδια στο ukelele. Mου ζήτησε να τραγουδήσω και εγω το έκανα πρόθυμα, χωρίς να σταματήσω ούτε λεπτό να κοιτάζω τον όμορφο λευκό λαιμό του. Και να νοιώθω απελπισία.
        Μετά σηκώθηκε για να μου δείξει τα βραζιλιάνικα όργανα που είχε φέρει από τα ταξίδια του και συνέχισε ένα τραγούδι  που δεν ήξερα, αλλά μίλαγε για την αγάπη που σε ελευθερώνει και για μιά όμορφη γυναίκα που χόρευε με το κόκκινο φουστάνι σε εναν  άδειο δρόμο, ενα Κυριακάτικο μεσημέρι της άνοιξης. Μου το αφιέρωσε γιατί ειπε πως του θυμίζω εμένα.
        Συνέχιζε να χαϊδεύει απαλά τις χορδές και εμένα με την ντροπαλή φωνή του. Ένοιωσα μόνη εκεί στον καναπέ και άδεια, εγκατελειμένη στο να κοιτάω πεινασμένα το βελούδινο σχήμα από το χνούδι πάνω στα χέρια του από το κόντρα φως του πορτατίφ. Ένοιωσα το ιδιο μόνη ακόμα και οταν τον φίλησα απαλά στο λαιμό ..και πάλι όταν έσυρα το πρόσωπό μου στο πίσω μέρος, στα μαλλιά του.
       Σηκώθηκε, έβαλε ποτά, μουρμούρισε κάτι για το σπίτι και τη ζωή του, μου υπενθύμισε μέσα από άσχετες κουβέντες οτι βαριέται εύκολα, ασχολήθηκε λίγο με ένα από τα κρουστά του, ήπιε μια γουλιά, διόρθωσε το χαλί και τότε ήρθε και ακούμπησε το σώμα του στη πλάτη μου. Λίγο άγαρμπα και ισως διψασμένα, το αγκάλιασε, το κάλυψε, το έσφιξε, το μύρισε, το φίλησε, το δάγκωσε και με αγάπησε για αρκετή ώρα.

Μπορούσα να μείνω εκει το βράδυ αν ήθελα , είπε.

Αλλά δεν έμεινα.

Η αθροιστική απώλεια

        Η αθροιστική απώλεια από τα κορμιά που δεν έμειναν. Μου στοίχισε. Και βγήκα σαν τρελή να ψάχνω τον επόμενο εραστή. Όχι εραστή. Μα άντρα. Αγαπητικό . Αγαπημένο. Κάποιον για την καρδιά.

      Ο καπετάνιος ήταν μια πρόχειρη λύση. Έμεινα μακριά του στο κρεβάτι. Προσπάθησα να αποφύγω το άγγιγμα από τα πόδια, τα χέρια και την ανάσα του. Ηταν βαριά. Το πρωί σαν μανιακή ξήλωνα τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες. Κατω απο το ντους έτριψα με μανία ότι είχε αγγίξει.

     Πάνω σε ενα κορμί που δεν επιθυμούσα πραγματικά κατέστρεψα λίγα ακόμα κύτταρα αθωότητας. Είπα μετά στον εαυτό μου πως αυτό δεν έγινε ποτέ, μα σαν υπνωτισμένη τον δέχτηκα ξανά το ίδιο βράδυ.

Το μυαλό μου ηταν κολλημένο στο Βραζιλιάνο μου.

Σαν ολοκαύτωμα

       Είναι ο Έρωτας. Πάντα ο Έρωτας. Μόνο αυτός. Εκείνο το εθιστικό βίωμα που δεν μπορείς παρά να το ζήσεις μόνο σαν ολοκαύτωμα. Πέφτεις πρόθυμα με τα μούτρα στην πυρά. Αχόρταγα επιθυμείς την ολοσχερή καταστροφή σου. Να συντριφθείς στο πάτωμα, να γευτείς το αίμα από τα σπασμένα σου δόντια. Είναι αναπόφευκτο. Είναι ανάγκη σου .

     Αυτές τις μέρες αυτή η ανάγκη έχει γίνει βασανιστική. Το σώμα μου ειναι σε οριακό σημείο. Είναι θέμα ζωής και θανάτου πια, να αισθανθώ το δέρμα του. Σαν σε ενα ατέρμονο ζωώδη οίστρο. Γίνεται ανήθικο. Σκέψεις, δοκιμές, απορρίψεις. Σαν θηλυκό σκυλί επιθυμώ το ζευγάρωμα. Κάποιες φορές καθαρίζω με μανία το σπίτι σα να ήταν η φωλιά . Κάποιες άλλες μοιάζει σα να κραυγάζω στις γωνιές των δρόμων και να αφήνω την οσμή μου.
Το σώμα μου πονάει.

Ο Βραζιλιάνος ήρθε. Και έφυγε. Και τον τράβηξα ξανά.

      Χθες ζεστάθηκε στο κρεβάτι μου. Αφού βγήκε, ξάπλωσε δίπλα και με μια κίνηση με προσκάλεσε να κουρνιάσω στα πλευρά του, χωρίς λόγια, μα έμοιαζε σα μια χορογραφία που ήξερα πολύ καλά τα βήματα. Απλά κούρνιασα εκεί. Και έκλεισε τα χέρια του ολόγυρά μου. Και ξύπνησα για να καταλάβω πως το πρόσωπό μου ηταν κρυμμένο εκει στο λακάκι του στέρνου του. Κλεισμένη, προστατευμένη από οτι μπορεί να με πονέσει.

        Έκλεισα αμέσως ξανά τα μάτια και τα έσφιξα δυνατά. Κράτησα την ανάσα μου. Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω . Ή να τον αναστατώσω. Ή να  χαλάσω όλο αυτό.
Για να μη μου το πάρει.
Εκείνο.
Εκεί.
Εδώ θέλω να ανήκω.

Μάιος

       Βρήκα το όνομά του σε ένα μικρό χαρτί. Ξετρύπωσε κάτω από τον καναπέ καθώς από την μπαλκονόπορτα εισέβαλε ενα μεσημεριανό ρεύμα αέρα.  Ο ήχος του τσαλακωμένου χαρτιού που σερνόταν πάνω στα πλακάκια, μου τράβηξε την προσοχή. Πήρα το μικρό χαρτί και χωρίς να το σκεφτώ το έφερα στο στόμα μου. Απαλά το φίλησα.

Αηδίασα με τον εαυτό μου. Είμαι μεγάλη για τέτοια παιδιαρίσματα.

Μετά έκλεισα τα μάτια και αναρωτήθηκα γιατί δεν με αγαπάς;

Γιατί δεν με αγαπάς;

5-6-7-8

Διψάω για την αγάπη σου.
Θέλω να σου πω τετριμμένα πράγματα. Βλακώδη. Εκείνα που λένε οι λαϊκοί άνθρωποι στους εραστές τους. Θέλω να κάνουμε έρωτα συνέχεια και με κάθε γνωστό τρόπο. 
Αισθάνομαι οτι σου ανήκω.
Είναι χαζό και ανόητο. Σε συνάντησα μονο 5 -6-7-8 φορές.
Και μοιάζει σα να δέθηκα για πάντα μαζί σου.
Είμαι ερωτευμένη.
Και είμαι ερωτευμένη.

Αγκαλιάζω το μαξιλάρι. Σα να είσαι εσύ.
Μιλάω στον αέρα Σα να είσαι εκεί.
Σα να είσαι εσύ, φιλάω τον καρπό μου, όπως είχες κάνει τότε μπροστά στο τζάκι.

Μικρέ βραζιλιάνε, είμαι ερωτευμένη.

Και βασανίζω τον εαυτό μου κάθε βράδυ, ψάχνοντας ένα μήνυμά σου που ποτέ δεν έρχεται.
Και θέλω να ουρλιάξω.
Και θέλω να κλάψω.
Και να μαζέψω τα δάκρυά μου σε ενα εμπριμέ επιστολόχαρτο για να στο στείλω.
Γιατι δεν μ`αγαπάς;
Γιατι δεν μ` αγαπάς;

Αφού είναι εκεί..
Γιατί δεν το βλέπεις;
Πως μπορείς;
Πάντα να φεύγεις μακριά;
Όπως τώρα που βρίσκεσαι ξανά σε ταξίδι σε μια άγνωστη ήπειρο.
Για να μετρήσεις τα όρια της αδρεναλίνης σου.
Και σταυρώνω τα δάχτυλα.
Και δαγκώνω τα χείλη
 και κάνω μια ευχή.
Να περάσεις άδεια και άσχημα.
Και να σου λείψουν τα βράδια μας.
Εκείνα τα τα 5-6-7-8 βράδια μας.
Που χάιδευα με τα μάτια μου το σβέρκο σου ενώ έπαιζες μουσική.
Και χάιδευα το λαιμό σου με το στόμα μου
και το στέρνο σου και την κοιλιά σου .
Και μετά ήθελα να κοιμάμαι πάνω σου
και πάνω στα υγρά απο το κορμί σου.
Ή να τρίβω το πρόσωπό μου στα δάχτυλα των ποδιών σου
ή να στριμώχνομαι στην καμπύλη του λαιμού σου.
Και να νανουρίζομαι από τη μουσική της ανάσας σου.
Και να ειμαι ευτυχισμένη μετά από πολύ καιρό.

Και όταν  έφευγες για να ανακαλύψεις τον κόσμο
Εγώ.
Να πεθαίνω.
Να θλίβομαι.
Να λιώνω.

Και να γίνομαι άσχημη.

Που δε μ`αγαπάς.
Που δε μ`αγαπάς.

Και αγαπάς να φεύγεις
Από εμένα.
Και αγαπάς να φεύγεις.
Από εσένα.

Ιούλιος

         Ένα ατελείωτο πήγαινε έλα. Σταμάτησα να αντιστέκομαι στον Βραζιλιάνο. Άνοιξα διάπλατα την πόρτα μου. Κατέρρευσαν οριστικά οι αντιστάσεις μου. Αισθάνθηκα ανοχύρωτη. Ερημωμένη. Μέσα μου σφραγίστηκε η επιθυμία μου για εκείνον. Και πήρα την απόφαση, να τον αφήνω...να φεύγει, να έρχεται. Όσο και όποτε θέλει εκείνος.
         Τότε επέστρεψε από ένα ακόμα ταξίδι. Το διάστημα που έλειπε ήταν εξουθενωτικό. Παρά τον έρωτά μου, αισθάνθηκα αποκομμένη. Ήρθε και με βρήκε πάλι σ` εκείνο το φοιτητικό καφενέ. Μπύρα και ψητό τυρί ξανά..Ήταν μάλλον κουρασμένος. Στεγνός. Αλλά συνέχισα να τον επιθυμώ. Η πρώτη μου επιθυμία ήταν να βουτήξω το κεφάλι μου στο λαιμό του και να κλάψω. Και να τον παρακαλέσω να μη φύγει ποτέ ξανά.
        Ενώ μου έκανε έρωτα, σκέψεις κακοποιούσαν το μυαλό μου. Αυτή η εξαπάτηση της εγγύτητας και η ψευδαίσθηση του οικείου με έκαναν να τον ερωτευτώ, ή να τον αγαπήσω, ή να εθιστώ στα δάχτυλά του τα γεμάτα σοκολάτα και στα χείλη του που μυρίζουν καπνιστή μπύρα και ψητό τυρί. Για πρώτη φορά αισθάνθηκα τη σκιά. Οτι δεν τον έχει αγγίξει τίποτα από αυτήν την ομορφιά που εγω βλέπω. Οτι είναι εδώ μόνο για αυτές τις στιγμές που περνάμε στο ίδιο κρεβάτι.Τρόμαξα και τον αγκάλιασα πιο σφικτά.
Ναι ηταν μια ψευδαίσθηση.

      Στο τέλος ξάπλωσε δίπλα μου. Μιλάγαμε, με γέμιζε εικόνες και εγω γέλαγα σα παιδί. Η επιθυμία του είναι να περάσουμε το καλοκαίρι μαζί. Θα μαγειρεύουμε αγκινάρες με αυγά, θα πίνουμε ιδρωμένη ρακή και θα κοιμόμαστε μαζί στην αιώρα. Θα ζευγαρώνουμε και εγώ θα τον φωτογραφίζω στο ηλιοβασίλεμα να παίζει ukelele ή να χορεύει γυμνός.

Και οι δύο ξέραμε πως τίποτα από αυτά δεν θα γινόταν.

Φόρεσα το κόκκινο φουστάνι.

Δεν κοιμήθηκα εκεί..



pick:   Couple in Voodoo Trance, ca. 1956,/ Weegee - "NYC" (1899-1968)

Η Άλλη.


Είμαι δύο.
Η μια που φαίνεται,αυτή κυριαρχεί.
Εισβάλει, ασήμαντη,
φτηνή, ανάξια.
Με αδειάζει.

Η μία είμαι.
Η άλλη, είναι οι άλλοι.

Είμαι δύο.
Η μια τρυπώνει,
στα μάτια, στο στόμα.
Βαραίνει  τους ώμους,
διατάζει το μυαλό.
Με νοθεύει.

Η μία είμαι.
Η άλλη, είναι οι άλλοι.

Είμαι δύο.
Η μια δεν εμπιστεύεται.
Μισεί κ με βιάζει.
Με άχρωμους, άοσμους,σοδομιστές..
                                                                                                
  Με πονάει.
  Πρέπει να τη σκοτώσω.


Οι Παναγιές των δρόμων

Την είδα πεταχτά από το λίγο ανοιγμένο παράθυρο του Σιτροέν. Ένα αφυσικο πλασμα βρισκόταν εκει σαν κάποιος να το είχε τοποθετήσει  προ...